Διονυσιάζουσαι

Διονυσιάζουσαι
Διονῡσιάζουσαι , Διονυσιάζω
keep the Dionysia
pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διονυσιάζομαι — (Α διονυσιάζω) νεοελλ. κατέχομαι από διονυσιασμό, βακχεύω αρχ. 1. εορτάζω τα Διονύσια 2. περνώ τη ζωή διονυσιακά, με ξεφαντώματα, άσωτα 3. (μτχ.) Διονυσιάζουσαι τίτλος έργου τού Τιμοκλέους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”